ευφαντασίωτος

ευφαντασίωτος
ος, ον, ευφάνταστος, η, ο [ος, ον] 1.
1) имеющий богатое воображение; 2) фантазирующий; 2. (ο ) фантазёр

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ευφαντασίωτος" в других словарях:

  • εὐφαντασίωτος — gifted with a vivid imagination masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευφαντασίωτος — η, ο (Α εὐφαντασίωτος, ον) 1. προικισμένος με ζωηρή φαντασία 2. (με κακή σημ.) φαντασιόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φαντασιώ «φαντάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • εὐφαντασίωτον — εὐφαντασίωτος gifted with a vivid imagination masc/fem acc sg εὐφαντασίωτος gifted with a vivid imagination neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφαντασιώτους — εὐφαντασίωτος gifted with a vivid imagination masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφαντασίωτοι — εὐφαντασίωτος gifted with a vivid imagination masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»